- μπούσουλας
- ο(λ. ιταλ.)1. (ναυτ.), ναυτική πυξίδα.2. φρ., «Χάνω τον μπούσουλα», βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπούσουλας — ο (Μ μπούσουλας): ναυτική πυξίδα νεοελλ. φρ. α) «πάω με τον μπούσουλα» ενεργώ με περίσκεψη β) «χάνω τον μπούσουλα» πέφτω σε πλήρη σύγχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bussola] … Dictionary of Greek
μαγνήτις — μαγνῆτις, ἡ (ΑM) [Μάγνης] μσν. φρ. «μαγνῆτις λίθος»,η, και «μαγνῆτις πέτρα» ή, απλώς, «μαγνῆτις» πυξίδα, μπούσουλας αρχ. 1. η κάτοικος τής Μαγνησίας ή η προερχόμενη ή καταγόμενη από τη Μαγνησία («Μαγνήτις ίππος», Πίνδ.) 2. φρ. «μαγνήτις λίθος» ή … Dictionary of Greek
μπουσουλώ — άω (κυρίως για τα βρέφη) μετακινούμαι χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, πάω με τα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μπούσουλας. Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τη ρουμ. επιρρμ. φράση de a buşilea «με τα τέσσερα»] … Dictionary of Greek
μπούσουλος — και πούσουλος, ὁ (Μ) ναυτική πυξίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπούσουλας, κατά τα πολλά ουσ. σε ος] … Dictionary of Greek
πούσουλας — ο, Ν ναυτική πυξίδα, ο μπούσουλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bussola] … Dictionary of Greek
πυξίδα — η 1. θήκη από ξύλο πυξαριού, αλλ. κουτί. 2. η θήκη της μαγνητικής βελόνης ή και τα δυο μαζί ως ενιαίο όργανο, αλλ. μπούσουλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)